πελώριος

πελωρίς

Πελωρίς
πελωρίς, ίδος, adj. f. : κόγχη, Ath. 4c ; Clém. 164, huître d’une grosseur énorme ; subst. ἡ πελωρίς, Alciphr. 1, 2, m. sign.
Étym. πέλωρ.