πεντεκαιδεκήρης

πεντεκαιδεχήμερος

πεντεκαιεικοσάσημος
πεντεκαιδεχ·ήμερος, ος, ον, qui dure quinze jours, Pol. 18, 17, 5.
Étym. π. ἡμέρα.