πεντεκαιδεκάγωνον

πεντεκαιδεκαετής

πεντεκαιδεκαέτης
πεντεκαιδεκα·ετής, ής, ές :
1 âgé de quinze ans, Arstt. H.A. 5, 12, 10 ||
2 d’une durée de quinze ans, DH. 4, 85 ; Plut. M. 113d.
Étym. π. ἔτος.