πεντεκαίδεκα

πεντεκαιδεκάγωνον

πεντεκαιδεκαετής
πεντεκαιδεκά·γωνον, ου (τὸ) [] figure à quinze angles, Procl. Hyp. p. 139.
Étym. π. γωνία.