Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πεντεκαιδεκαέτης
πεντεκαιδεκάκις
πεντεκαιδεκαμναῖος
πεντεκαιδεκάκις
[
ᾰ
]
adj.
quinze fois,
Ptol.
Geogr.
1, 24, 2
.
Étym.
πεντεκαίδεκα
.