πεντεκαιδεκάκις

πεντεκαιδεκαμναῖος

πεντεκαιδεκαναΐα
πεντεκαιδεκα·μναῖος, α, ον (baliste ou pierrier à boulets de) quinze mines, Phil. byz. Bel. 6.
Étym. π. μνᾶ.