πεντεκαιδεκαταῖος

πεντεκαιδεκατάλαντος

πεντεκαιδεκατημόριον
πεντεκαιδεκα·τάλαντος, ος, ον [ᾰτᾰ] qui vaut quinze talents, Dém. 838, 25.
Étym. π. τάλαντον.