πεντεκαιδεκαπλασίων

πεντεκαιδεκαταῖος

πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδεκαταῖος, α, ον [] qui arrive ou se fait le quinzième jour, Str. 725, 780.
Étym. πεντεκαιδέκατος.