πεντεκαιτριακοντούτης

πεντέκτενος

Πεντέλειον
πεντέ·κτενος, ος, ον, tissé à cinq fils, Mén. 4, 95 Meineke ; Antiph. (Com. fr. 3, 157).
Étym. π. κτείς.