πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος

πεντεκαιτριακοντούτης

πεντέκτενος
πεντε·και·τριακοντούτης, ου [ᾱκ] adj. m. âgé de trente-cinq ans, Plat. Leg. 774a.
Étym. π. κ. τριάκοντα, ἔτος.