Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος
πεντεκαιτριακοντούτης
πεντέκτενος
πεντε·και·τριακοντούτης,
ου
[
ᾱκ
]
adj. m.
âgé de trente-cinq ans,
Plat.
Leg.
774
a
.
Étym.
π. κ. τριάκοντα, ἔτος
.