πενθημιποδιαῖος

πενθημισπίθαμος

πενθημιταλαντιαῖος
πενθ·ημι·σπίθαμος, ος, ον [ῐθᾰ] long ou large de deux palmes et demi, Phil. byz. Bel. p. 59.
Étym. π. ἥμ. σπιθαμή.