πενθημισπίθαμος

πενθημιταλαντιαῖος

πενθήμων
πενθ·ημι·ταλαντιαῖος, α, ον [ῐτᾰ] qui pèse ou vaut deux talents et demi, Phil. byz. Bel. p. 51.
Étym. π. ἥμ. τάλαντον.