πεντηκοντακαιτριετής

πεντηκοντακάρηνος

πεντηκοντάλιτρος
πεντηκοντα·κάρηνος, ος, ον [ᾰᾰ] à cinquante têtes, Hés. Th. 312.
Étym. π. κάρηνον.