πεντηκονταέτις

πεντηκοντακαιτριετής

πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντα·και·τρι·ετής, ής, ές [] qui dure cinquante-trois ans, Pol. 3, 4, 2.
Étym. π. κ. τρεῖς, ἔτος.