πεντηκονταμναῖος

πεντηκοντάπαις

πεντηκονταπέλεθρος
πεντηκοντά·παις, -παιδος (ὁ, ἡ) []
1 de cinquante enfants, Eschl. Pr. 853 ||
2 qui a cinquante enfants, Eschl. Suppl. 320.