πεντηκονταπέλεθρος

πεντηκοντάπηχυς

πεντηκονταρχέω-ῶ
πεντηκοντά·πηχυς, υς, υ, gén. εος [] long, large ou haut de cinquante coudées, Jos. B.J. 5, 5, 8 ; Ath. 196b.
Étym. π. πῆχυς.