πεντηκοντάς

πεντηκονταταλαντία

πεντηκοντατέσσαρες
πεντηκοντα·ταλαντία, ας () [ᾰτᾰ] somme de cinquante talents, Dém. (Poll. 9, 52).
Étym. π. τάλαντον.