Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πεντηκοντόπαις
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντ·όργυιος,
ος, ον,
de cinquante aunes,
Hdt.
2, 149
.
Étym.
π. ὄργυια
.