πεντηκοντόργυιος

πεντηκόντορος

πεντηκοντούτης
πεντηκόντορος, ου () à cinquante rames : ναῦς π. Pd. P. 4, 436 ; ou abs. π. Eur. I.T. 1124, etc. ; Thc. 1, 14, etc. navire à cinquante rames ; cf. πεντηκόντερος.
Étym. π. ἐρέσσω.