Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιαλγῶς
περιάλειμμα
περιαλείφω
περιάλειμμα,
ατος
(
τὸ
) [
ᾰλ
] couche d’un enduit,
Jos.
A.J.
15, 9, 3
.
Étym.
περιαλείφω
.