περιϐάλλω

περιϐαρίδες

περίϐαρυς
περι·ϐαρίδες, ων (αἱ) [ᾱῐ] chaussures de servante, Ar. Lys. 45 ; Thpp. com. 2, 811 ; Céphisod. (Com. fr. 2, 884).
Étym. π. βᾶρις.