περιϊππάζομαι

περιϊππεύω

περιΐπταμαι
περι·ϊππεύω, chevaucher autour de, Pol. 5, 73, 12 ; Luc. Gall. 12 ||
Moy. (ao. 1) m. sign. Polyen 3, 13, 3.