περιϊππεύω

περιΐπταμαι

περιϊστάνω
περι·ΐπταμαι (f. περιπτήσομαι, ao. 2 περιέπτην) voler autour de, avec περί et l’acc. Arstt. H.A. 5, 9, 2 ; DC. 58, 5, etc.