περικάππεσε

περικάρδιος

περικαρπιάκανθος
περι·κάρδιος, ος, ον, qui est autour du cœur, Empéd. 317 Sturz ; Critias 8 ; τὸ περικάρδιον, Gal. 4, 441, le péricarde, membrane qui enveloppe le cœur.
Étym. π. καρδία.