περικάρδιος

περικαρπιάκανθος

περικάρπιον
περικαρπι·άκανθος, ος, ον [ᾰκ] dont le péricarpe est épineux, Th. H.P. 6, 1, 3, etc.
Étym. περικάρπιον, ἄκανθα.