περικαρπιάκανθος

περικάρπιον

περικαρφισμός
περι·κάρπιον, ου (τὸ) enveloppe d’un fruit ou d’une graine, Arstt. An. 2, 1, 6, etc. ; Th. H.P. 1, 2, 1, etc.
Étym. π. καρπός.