περικαθαρίζω

περικάθαρμα

περικαθαρμός
περικάθαρμα, ατος (τὸ) [κᾰ]
1 purification, expiation, Spt. Prov. 21, 18 ||
2 objet de purification, NT. 1 Cor. 4, 13 ; d’où homme ou être impur, Arr. Epict. 3, 22, 78.
Étym. περικαθαίρω.