περικάθαρσις

περικαθέζομαι

περικάθημαι
περι·καθέζομαι (ao. -καθέσθην)
1 s’asseoir autour, Sext. 186 ; περί τι, Luc. V.H. 1, 23, autour de qqe ch. ||
2 investir, acc. Dém. 1379, 23.