περικαθέζομαι

περικάθημαι

περικαθίεμαι
περι·κάθημαι :
1 être assis autour de : τραπέζῃ, Hdt. 3, 32, d’une table ; τινα, Hdt. 3, 14, auprès de qqn ||
2 camper autour de, assiéger, acc. Hdt. 1, 103 ; 5, 126, etc. ||
E Ion. περικάτημαι, Hdt. ll. cc. ; impf. 3 pl. περιεκατέατο, Hdt. 8, 111.