περίκομψος

περικονδυλοπωροφίλα

περικοπή
περι·κονδυλο·πωρο·φίλα () [ῠῐ] qui aime à pétrifier les articulations, ép. com. de la goutte, Luc. Trag. 201.
Étym. π. κόνδυλος, πῶρος, φιλέω.