περικυκλόω-ῶ

περικύκλῳ

περικύκλωσις
περι·κύκλῳ, adv. tout autour, Spt. Ex. 28, 29 ; 1 Par. 9, 27 ; Ps. 88, 8 ; d’où l’adj. περίκυκλος, ος, ον, entièrement rond, Nonn. D. 25, 145.
Étym. π. κύκλῳ, dat. de κύκλος.