Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περιλυπία,
ας
(
ἡ
) [
ῡ
] grande tristesse, affliction,
DL.
7, 97
.
Étym.
περίλυπος
.