Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιλυπία
περίλυπος
περιμάδαρος
περί·λυπος,
ος, ον
[
ῡ
] très triste, affligé,
Hpc.
390, 53 ;
Isocr.
11
b
;
Arstt.
Nic.
4, 3, 18
.
Étym.
π. λύπη
.