περίμητρος

περιμηχανάομαι-ῶμαι

περιμίγνυμι
περι·μηχανάομαι-ῶμαι (seul. épq. prés. 3 pl. περιμηχανόωνται, et impf. 3 pl. περιμηχανόωντο) [χᾰ] machiner ou tramer : τι, Od. 7, 200 (prés.) qqe ch. ; τί τινι, Od. 14, 340 (impf.) qqe projet contre qqn.