περιμηρύομαι

περίμητρος

περιμηχανάομαι-ῶμαι
περί·μητρος, ος, ον, qui entoure le cœur (d’un arbre) : ξύλα περίμητρα, Th. H.P. 3, 9, 6, bois de cœur.
Étym. π. μήτρα.