περιμήκης

περιμηρίδιον

περιμηρύομαι
περι·μηρίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petite couverture autour des cuisses, Arr. Tact. 4, 1.
Étym. π. μηρός ; leçon fausse p. παραμηρίδιον, v. παραμηρίδιος.