Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περι·ομφακώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] qui n’est mûr d’aucun côté,
Hpc.
1133
c
.