Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιολκή
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περι·ομματο·ποιός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui ouvre les yeux à,
gén.
Jambl.
V. Pyth.
31
.
Étym.
π. ὄμμα, ποιέω
.