περιορχέομαι-οῦμαι

περιόστεος

περιουσία
περι·όστεος, ος, ον, qui entoure les os, Gal. 2, 241, etc. ; τὸ περιόστεον, Gal. 13, 657, le périoste, t. d’anat.
Étym. π. ὀστέον.