περιπόδιον

περιπόθητος

περιποιέω-ῶ
περι·πόθητος, ος, ον, très désiré ou très désirable, Luc. D. mort. 9, 2, etc. ||
Cp. -ότερος, App. Civ. 3, 4.
Étym. π. ποθέω.