περισσότης

περισσοτρύφητος

περισσόφρων
περισσο·τρύφητος, ος, ον [] d’une mollesse excessive, Timon (Ath. 160a), conj. de Valcken. : ἀπερισσοτρύφητος.
Étym. π. τρυφάω.