περισσῶς

περίσσωσις

περισταδόν
περίσσωσις, att. περίττωσις, εως ()
1 réplétion, pléthore, Hpc. 1185b ||
2 évacuation, selles, Arstt. H.A. 1, 2, 3, etc.
Étym. περισσόω.