περίσσωσις

περισταδόν

περιστάζω
περισταδόν [] adv. en se tenant tout autour, Il. 13, 551 ; Hdt. 2, 225 ; Thc. 7, 81 ; Eur. Andr. 1136, etc.
Étym. περιΐστημι, -δον.