περιηγητής

περιηγητικός

περιηγητός
περιηγητικός, ή, όν :
1 act. descriptif, Plut. M. 724b ; τὸ περιηγητικόν (s. e. βιϐλίον) Ath. 93d, itinéraire descriptif ||
2 pass. répandu de tous côtés, Plut. M. 386b.
Étym. περιηγέομαι.