περπερεύομαι

πέρπερος

περπερότης
πέρπερος, ος, ον, léger, frivole, étourdi, indiscret, Pol. 32, 6, 5 ; 40, 6, 2 ; Sext. M. 1, 54 ; Arr. Epict. 3, 2, 14.
Étym. emprunt au lat. perperus.