φαγεδαινικός

φαγεδαινόω-ῶ

φαγεδαίνωμα
φαγεδαινόω-ῶ [] dévorer, ronger, Aqu. Deut. 7, 23 ; au pass. être rongé par un ulcère, Hpc. 1125g.
Étym. φαγέδαινα.