φαγέδαινα

φαγεδαινικός

φαγεδαινόω-ῶ
φαγεδαινικός, ή, όν [] rongeur, en parl. d’un ulcère, Plut. M. 1087e ; Diosc. 2, 9 ; Gal. 6, 750, 815.
Étym. φαγέδαινα.