φαινομηρίς

φαινοπροσωπέω-ῶ

φαινοπροσωπητέον
φαινο·προσωπέω-ῶ, montrer son visage, c. à d. se montrer en public, Cic. Att. 7, 21.
Étym. φαίνω, πρόσωπον.