φάκιος

φακοειδής

φακοπτισάνη
φακο·ειδής, ής, ές [] en forme de lentille, lenticulaire, Arstt. Cæl. 2, 4, 8 ; Plut. M. 288b ; Anon. i Ar. p. 90, 23 ; φακοειδὲς ὑγρόν, Æt. le cristallin de l’œil.
Étym. φακός, εἶδος.