φακοειδής

φακοπτισάνη

φακός
φακο·πτισάνη, ης () [ᾰῐᾰ] décoction de lentilles et d’orge, Gal. 6, 324, 328 ; Orib. 1, 38 ; 8, 261.
Étym. φακός, πτ.